- σειρά
- η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Ανεοελλ.1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά»)2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων, στοίχος, γραμμή (α. «σειρά καθισμάτων» β. «καθίσαμε μια ώρα στη σειρά μπροστά στο ταμείο»)3. (σχετικά με κείμενο) αράδα, στίχος («έγραψε όλο κι όλο δέκα σειρές»)4. σύνολο ομοειδών πραγμάτων («σειρά γραμματοσήμων»)5. η θέση την οποία κατέχει κανείς ή κάτι σε μια τάξη ή ακολουθία (α. «ήλθε πρώτος στις εξετάσεις» β. «είναι δεύτερος στο άλμα εις μήκος»)6. κοινωνική τάξη («δεν ήθελε να τόν παντρευτεί γιατί δεν ήταν τής σειράς της»)7. λογική ακολουθία, ειρμός, συνοχή («οι σκέψεις του δεν έχουν καμιά σειρά»)8. χρονική στιγμή κατάλληλη για μια ενέργεια (α. «είναι η σειρά σου να παίξεις» β. «ήλθε η σειρά του να μιλήσει»)9. γλωσσ. ομάδα φθόγγων ή φωνημάτων που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό10. μουσ. διαδοχή τών δώδεκα φθόγγων τής χρωματικής κλίμακας σε διάταξη που έχει καθοριστεί εκ τών προτέρων από τον συνθέτη11. βιολ. α) ακολουθία τών βιοκοινωνιών, οι οποίες αντικαθιστούν η μια την άλλη σε ένα οικοσύστημα μέχρι την τελική κορύφωση τής σταθερότητας, αλλ. σειρά διαδοχήςβ) ομάδα εγγενώς αναπαραγόμενων ατόμων με ομοιόμορφη εμφάνιση, που πολλαπλασιάζονται με σπέρματα ή σπόρια και τών οποίων η σταθερότητα διατηρείται με επιλογή σύμφωνα με έναν σταθερό τύπογ) καθαρή καλλιέργεια μικροοργανισμών που προήλθε με απομόνωσή τους από φρέσκο υλικό, καθώς και κάθε καλλιέργεια η οποία προήλθε από αυτήνδ) υποδιαίρεση φυσιολογικής φυλήςε) καθαρό ομοζυγωτικό στέλεχος12. χημ. α) σύνολο ανόργανων χημικών στοιχείων που έχουν παραπλήσιες φυσικές και χημικές ιδιότητες, οι οποίες οφείλονται, κατά κύριο λόγο, στις αναλογίες τής ηλεκτρονικής δομής τους (α. «σειρά λανθανιδών» β. «σειρά ακτινιδών»)β) ομάδα ανόργανων ή οργανικών ενώσεων διατεταγμένων κατά τρόπο συστηματικό, σύμφωνα με ορισμένο κανόνα13. γεωλ. α) σύνολο πετρωμάτων, ορυκτών ή απολιθωμάτων που αποτελούν μια φυσική ακολουθία με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία αναφέρονται στην ιεραρχία, στη σύσταση ή στην εμφάνισή τουςβ) χρονοστρωματική μονάδα που αντιπροσωπεύει μια αλληλουχία στρωμάτων τα οποία αποτέθηκαν σε συγκεκριμένο διάστημα τού γεωλογικού χρόνου, αντίστοιχη τής εποχής που αποτελεί γεωχρονολογική ενότητα («δεβόνια σειρά»)14. μαθ. ακολουθία άπειρων όρων οι οποίοι νοούνται ως προσθετέοι αθροίσματος15. (κινημ.-τηλ.) κινηματογραφικό-τηλεοπτικό έργο που προβάλλεται ή μεταδίδεται αλληλοδιαδόχως κατά χωριστά επεισόδια, αυτοτελή ή συνεχόμενα, κν. σήριαλ16. στον πληθ. οι σειρέςα) ναυτ. σύστημα σχοινιών με το οποίο διπλώνεται τμήμα τής επιφάνειας τού ιστίου σε περίπτωση κακοκαιρίας, κν. μούδαβ) απανθίσματα, συλλογές από συγγράμματα παλαιότερων εκκλησιαστικών συγγραφέων που αναφέρονται σε δογματικά, ερμηνευτικά ή ασκητικά ζητήματα17. φρ. α) «βγαίνω από τη σειρά μου» — χάνω τον ρυθμό τής ζωής μου, αναστατώνομαιβ) «βάζω στη σειρά» — τακτοποιώ, διευθετώγ) «μπαίνω στη σειρά» i) τακτοποιούμαι, στρώνωii) στοιχίζομαι, παρατάσσομαι κατά στοίχους, σε ζυγούςδ) «σειρά σου και σειρά μου» — λέγεται σε περίπτωση αντεκδίκησης, ανταπόδοσηςε) «έχει τη σειρά του» — έχει τακτοποιηθεί οικονομικάστ) «τής σειράς»i) κοινότοποςii) ευτελής, τής αράδαςζ) «κάθε πράγμα στη σειρά του» — κάθε πράγμα στον καιρό του, στην κατάλληλη στιγμήη) «κατασκευή [ή παραγωγή] κατά σειρές»(για βιομ. προϊόντα) παραγωγή κατά μεγάλες ποσότητες και απαράλλαχτα κατά τον ίδιο τύποθ) «καθαρή σειρά»βιολ. διαδοχή γενεών που αναγνωρίζονται από την ιδιότητά τους να παράγουν γενοτυπικά ταυτόσημους απογόνους, όταν αυτογονιμοποιηθούν ή διασταυρωθούν μεταξύ τουςι) «πολλαπλή σειρά»βιολ. μίγμα παρόμοιων σειρών οι οποίες αυξάνονται σε καθορισμένες αναλογίες με σκοπό την αντικατάσταση τών λιγότερο αποτελεσματικών σειρών από άλλες, πιο βελτιωμένεςνεοελλ.-μσν.καταγωγή, γενεαλογία, γενιά («κρατάει από μεγάλη σειρά»)μσν.(στο Βυζάντιο) κομποσκοίνι, κομπολόιαρχ.1. σχοινί, ταινία («σειραίπλέγματα, ἡνίον, ἢ πλεκτοὶ ἱμάντες», Ησύχ.)2. (σε συνεκφορά με το χρυσείη) αλυσίδα («σειρὴν χρυσείην ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες», Ομ. Ιλ.)3. ιμάντας, σχοινί με το οποίο το άλογο σέρνει την άμαξα4. σχοινί που απολήγει σε βρόχο και το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη σύλληψη καταδιωκόμενων ανθρώπων ή ζώων, κν. σήμερα λάσο5. επίδεσμος6. όχθη7. μτφ. (σχετικά με ζώο) ουρά8. βόστρυχος, πλεξούδα («σειρὰ τῆς κεφαλῆς», ΠΔ)9. το πρόσθιο μέρος τού περινέου10. στον πληθ. αἱ σειραίνόσος τών ιπποειδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τής λ. με το λιθουαν. tveriu, tverti «σφίγγω, περικυκλώνω, περιβάλλω», οπότε ο τ. θα μπορούσε να αναχθεί σε αμάρτυρο αρχικό τ. *tweriā ή *twersā. Η σύνδεση εξάλλου τής λ. με την οικογένεια τού εἴρω (Ι) «συναρμόζω, συνδέω» και το λατ. sero (< ΙΕ ρίζα *ser- «βάζω στη σειρά»), ενώ ικανοποιεί από σημασιολογική άποψη, προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες όσον αφορά στην παρουσία αρκτικού σ- στη λ. σειρά (βλ. και λ. είρω [Ι]). Η σύνδεση, τέλος, τής λ. με το χεττιτ. turiya- «ζεύω» δεν φαίνεται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.